κνιπά

κνιπά
κνιπά· πτιλή, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνίπειος — κνίπειος, εία, ον (Α) [κνιψ] 1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα 2. φρ. «κνίπειον αἷμα» ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”